- λατίνα
- λατίνα (Μ)επίρρ. σε λατινική γλώσσα, λατινιστί.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. latina, ουδ. πληθ. τού επιθ. latinus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λατίνα — Λατίνᾱ , Λατίνη fem nom/voc/acc dual Λατίνᾱ , Λατίνη fem nom/voc sg (doric aeolic) Λατίνᾱ , Λατινος feriae Latinae fem nom/voc/acc dual Λατίνᾱ , Λατινος feriae Latinae fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λατίνας — Λατίνᾱς , Λατίνη fem acc pl Λατίνᾱς , Λατίνη fem gen sg (doric aeolic) Λατίνᾱς , Λατινος feriae Latinae fem acc pl Λατίνᾱς , Λατινος feriae Latinae fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάτιο — (Latium). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική διαίρεση (Lazio, 17.203 τ. χλμ., 4.976.184 κατ.) της Ιταλίας. Είναι η νοτιότερη περιοχή του κεντρικού τμήματος της χώρας. Εκτείνεται κατά μήκος του Τυρρηνικού πελάγους και περιλαμβάνει τις… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek